- πανείδεος
- πανείδεοςcapable of assuming all formsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανείδεος — ον, Α (για τον θεό) αυτός που έχει ή μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, πανειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἶδος «σχήμα, μορφή» (πρβλ. αν είδεος)] … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՏԵՍԱԿ — ( ) NBH 1 0067 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c ա. παντοδαπός omnis generis Ամենապատիկ. բազմատեսակ յոյժ. բիւրազգի. բազմադիմի. պէսպէս. ամմէն ցեղ. ... *Ամենատեսակ անկոցն սաղարթք: Ամենատեսակ կենդանիք. Արիստ. աշխ.: *Ծովացեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)